faire qn avoir qch - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

faire qn avoir qch - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Qn; Q.N.; Q.n.; Qn.; QN (disambiguation); Q N

faire qn avoir qch      
have someone have something

Ορισμός

laissez-faire
[?l?se?'f?:]
¦ noun a policy of non-interference, especially abstention by governments from interfering in the workings of the free market.
Derivatives
laisser-faireism noun
Origin
Fr., lit. 'allow to do'.

Βικιπαίδεια

QN

QN or qn may refer to:

  • Qn, one of several robust measures of scale in statistics
  • ATCvet code QN Nervous system, a section of the Anatomical Therapeutic Chemical Classification System for veterinary medicinal products
  • QN connector, a type of coaxial RF connector
  • Queen's Nurse (QN), an honorary title awarded by the Queen's Nursing Institute (QNI) to community nurses
  • Queen regnant (Qn.), in the Christian Church, following the name of a Christian saint who was a Queen
  • Queer Nation (QN), a United States LGBT social movement
  • Quintillion (qn), a large number